Είναι φορές που σε βγάζω
Είναι φορές που σε βγάζω από πάνω μου
και σε κρύβω,
πίσω από καναπέδες χαμογελαστούς
μάτια γιγαντια,
ηλίους αλλόφρονες,
και τρέχω μακριά.
Με την προσδοκία να σε χάσω,
και μεθοδικά να καταφέρω
να μη με ξαναβρεις,
-τουλάχιστον όχι μεχρι εκείνη τη στιγμή
λίγο πριν να πεθανω-
σε αποδομώ.
Και κάπου στα μισά της διαδρομής,
μετά από μεγάλες ανηφόρες,
ώρες αμέτρητων αναρριχήσεων,
μέρες πτώσεων, ιδρώτα, λάσπη,
σκατα·
κόσμο μαζεμένο, φίλους, γνωστούς, συγγενείς,
μετά από παρκα, βουνα, απέραντες εκτάσεις θάλασσας
και συντροφικότητας,
λαχανιασμενος
και ακουμπισμενος σε έναν κορμό
από τα χρόνια φαγωμενο,
με αραδιασμενη ψυχη, να τη ρουφας μέχρι να τελειώσει,
με βρίσκεις ξανα.
Πλησιάζεις αργα
και σκαρφαλώνεις νωχελικα,
σχεδόν σα να χορευεις,
στα πόδια μου, στη ράχη μου κι έπειτα στο σβέρκο μου,
χωνεσαι επιδεικτικά
στα αυτιά, στη μύτη, στο λαιμό
Και εγώ αγανακτισμενος,
πεσμένος στα γόνατα,
λουσμενος ματαιότητα
αλλά χωρίς ίχνος φοβου,
αναπόφευκτα συνειδητοποιώ
και συμφιλιωνομαι με την ιδέα
πως ποτέ δε θα καταφέρω να σε πετάξω οριστικά από πάνω μου.
Πως τίποτα δεν είναι ικανό
να σε αντικαταστήσει,
να σε διαβαλλει,
να σε σκορπισει μακριά,
γαμημένη,
υπερλαμπρη
για πάντα δική μου,
μοναξιά.