texts

Things I write, when anxiety hits hard (only in greek, sorry)

 

– μεσημέρι

|

Στη γειτονιά που μεγάλωσα στον Πειραιά
υπηρχε παντα ένα μεγάλο φουγάρο
και μέσα του, μια σιδερένια σκάλα.
Το φουγάρο ήταν ψηλο,
θεόρατο,
μεγαλύτερο από όλους τους ουρανοξύστες
σε όλες τις χώρες
σε όλους τους πλανήτες
κι όλα τα σύμπαντα.
Κανείς απ’ όσους ήξερα
δεν είχε καταφέρει να φτάσει στην κορυφή του.
Τα βράδια έκλεινα τα μάτια
και φανταζόμουν να ανεβαίνω
και να ανεβαίνω
και μόλις άρχιζα να πλησιάζω την κορυφή
λίγο πριν βγάλω το κεφάλι μου
σε ένα παράλληλο σύμπαν ή 25 χρόνια στο μέλλον,
με έπαιρνε ο ύπνος.
Προφανώς δεν κατάφερα να φτάσω
στο ψηλότερο σημείο του φουγάρου
κι απ’ όταν έφυγα από την παλιά μου γειτονιά
καμιά φορά -όντας περαστικός- ρίχνω 2-3 ματιές.
Τώρα πια, 25 χρόνια μετά
και με τα μάτια ανοιχτά
σκαλίζω εμμονικά την ανάγκη να φτάσω στην κορυφή.
Αλλά δε θέλω ουρανούς,
ούτε παράλληλους κόσμους,
ούτε το μέλλον με αφορά.
Θέλω ένα σάλτο
να με βγάλει στο μεγάλο του στόμα
να κοιτάξω μέσα και να φωνάξω:
Ήρθε ο καιρός να φάμε τα λουλούδια,
τώρα που πήραν φωτιά οι μέρες της Άνοιξης
τώρα που στραβοκατάπιαμε την ασημαντότητά μας
και σιγοβράζει η μελαγχολία στους λοβούς των αυτιών μας,
σου χτυπάω την πόρτα για να μου ανοίξω από μέσα
και να με τραβήξω έξω για πάντα.
Τριανταετάμισι εαυτοί μου γράφουν με σπρέι
“ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ”
σε όλες τις πόρτες της γειτονιάς
ένα ήσυχο μεσημέρι στα Πατήσια.

– δεν υπάρχει καμία κοινή αλήθεια

|

Δεν υπάρχει καμία κοινή αλήθεια πίσω από ένα ποίημα
πίσω από μια φωτογραφία
ή πίσω από τον κόσμο τον ίδιο.
Οι ζωές των ανθρώπων διασταυρώνονται για να πουν ψέματα
και να ταξιδέψουν ανεμπόδιστα
από τον ενθουσιασμό ως την απέραντη απογοήτευση.

Οι θάλασσες θα παραμένουν νεκροταφεία
η άμμος συντροφική και ταυτόχρονα θλιβερά μόνη
οι γενιές θα παραμένουν τυφλές,
η ζωή ανυπάκουη,
ο χρόνος αχόρταγος,
οι λέξεις παρεξηγήσιμες,
οι φωτογραφίες θα παραμένουν ιστορίες προσωπικές.

Μόνο εσύ θα μεταβάλλεσαι καθημερινά
μέχρις ότου η απογοήτευση,
αυτή η δυσβάσταχτη χολέρα κάθε κοινωνικής όσμωσης
να επιμολύνει το ενδιαφέρον σου για τον “άλλον”.
Ευτυχώς, οι άλλοι δεν τελειώνουν ποτε
ένας προς έναν κατακερματιζονται,
σκορπίστε τους στους αγρούς της νέας πίστης
άφθονο χώμα να ανθίσουν νέες, μάταιες προσδοκίες.

– μη μπερδεύεστε όταν λέω ότι σας εκτιμώ

|

Μη μπερδεύεστε μερικοί
όταν λέω “σας εκτιμώ”.
Το λέω, διότι στην προσπάθειά μου
να σας αποβάλλω
με κάνετε και γράφω.
Είστε κάτι σαν το άγχος
και τις κρίσεις πανικού μου,
δηλαδή έμαθα να σας βολεύω
και να σας χρησιμοποιώ
όταν συμβαίνει να συναντιόμαστε.
Κυρίως ευλογώ
τα δουλεμένα μου αντανακλαστικά,
αλλά τις συναντήσεις μας αυτές
δεν τις επιδιώκω κιόλας.

 

– φτάνει η ώρα που θα πέσουμε

|

Ξαπλωμένους ανάσκελα
σε ένα κρεβάτι
μας βρήκε η άνοιξη.
Πια δε χορεύουμε,
αλλά ο χορός για την ωρα,
δε με νοιάζει.
Μου αρκεί ένα ποτήρι ηρεμιας αλκοόλ,
και οι Chameleons
που παίζουν στο βάθος.

Φτάνει η ώρα που θα πέσουμε 

Αντικατέστησα τον dj
με τις ασκήσεις αναπνοής,
τις ελπίδες του μπάρμαν
με τη Λίλια του Πολέντα,
και τον κόσμο των μπαρ
με την απόλυτη παραδοχή
της ματαιότητας.
Ευτυχώς,
υπάρχει πάντα αυτή η μοναδική χαραμάδα
στην απεραντοσύνη του ταβανιού,
για να τρυπώσεις μέσα και να δεις
από πού ξεκινάει ο κόσμος
και που τελειώνει.
Κι αν ποτέ δω τον εαυτό μου μέσα,
πλέον δεν τρομαζω·
οι εαυτοί μας
στην άλλη άκρη ενός δωματίου
ή στη μέση ενος δρόμου,
γεννούν τις σημαντικές ιστορίες.

Φτάνει η ώρα που θα πέσουμε. 

Σηκώθηκα να σε ξεπροβοδισω.
Θα τα πούμε το πρωί.
μη σφιγγεις πάλι, τόσο πολύ,
τα κλειδιά στο χέρι
και στείλε μου ένα μήνυμα
όταν φτάσεις σπίτι.
Ξέρω, εγινε επικίνδυνη αυτή η πόλη
από τους “προστάτες” της.

Ήξερα ότι δε θα καταλάβεις τι εννοούσα
αλλά το είπα δυνατά αυτή τη φορα:

Φτάνει η ώρα που θα πέσουμε

Αν κάπνιζα, θα άναβα ένα τσιγάρο,
με το οποίο -πιθανότατα-
θα είχα αντικαταστήσει
τη μυρωδιά των βραδινών λεωφορείων,
αλλά η μοναδική κακή συνήθεια,
που έχω πάντα εύκαιρη,
είναι η υπεραναλυση.
Είμαστε γενιές συμπιεσμένων,
εύφλεκτων υλικών,
σε κουτιά που μόνο στενεύουν.
Περιμένουμε καρτερικά
τα χρήσιμα σπίρτα τους.
Το έχουμε ξανακάνει.
Κάθε φορά που τα καταφεραμε,
δεν έμεινε κανείς.
Ανάψαμε φωτιές
και τους κάψαμε όλους.
Μπορεί να πέσαμε, είπαν κάποιοι,
αλλά πέσαμε στα κεφάλια τους.
Αυτά δεν πρόλαβα να στα πω απόψε.

Μα φτάνει η ώρα που θα πέσουμε.

– διαστημόπλοια και λουλούδια

|

(διάβάζεται γρήγορα)

Θέλω να έρθεις σπίτι μου και να μου γεμίσεις τα βαζα με ωραία λουλούδια και να αποκαταστήσεις μεσα μου όλον αυτόν το χαμό που νιώθω για το σβήσιμο της γαμημένης σεληνης, αυτής της σελήνης που με σφυροκοπάει στα μάτια κάθε φορά που τα κλείνω και δε μπορώ να πάρω ανάσα, και θέλω να χωθώ μέσα στα βυζιά σου έστω για λίγα δευτερόλεπτα έστω για μερικες ανάσες, αυτες τις ανάσες που δεν μπορώ να πάρω αυτή τη στιγμή, αυτή τη γαμημένη στιγμή, αυτή τη γαμημενη στιγμη που η κρίση πανικού έχει γίνει ένα με την πλάτη μου τη γαμημένη πλάτη μου, τη γαμημένη πλάτη μου, την καρδιά μου κολλημενη πάνω στη γαμημένη την πλάτη μου. Θέλω αυτή τη στιγμή, μόνο αυτή τη στιγμή να ξαπλώσω και να μη βλέπω τίποτα πέρα από αυτό το μικρό τριχάκι που θα έχεις ανάμεσα στο στήθος σου, που θα λες ότι το σιχαίνεσαι αλλά εγώ θα αγαπάω περισσοτερο κι απο τη ψυχη της φέτας στο σάντουιτς που έφτιαξα χθες το μεσημέρι και αναρωτιόμουν γιατί κάνουμε τόση χαρά για τα διαστημόπλοια αφού δε θα πάμε ποτέ στο φεγγάρι. Δε θα πάμε ποτέ στο γαμημένο φεγγαρι, απλά χαιρόμαστε με το ταξίδι των άλλων. Χαιρόμαστε για τα ταξίδια των άλλων, όπως χαιρόμαστε για τις ζωές τους μέσα σε μια οθόνη. Τις ζωές των άλλων μέσα από την οθόνη. Αυτές οι γαμημένες οθόνες. Αυτά τα γαμημένα διαστημόπλοια. Αυτή τη γαμημένη την καρδιά μου κολλημένη στην πλάτη, που περιμένω να μαραθεί και να πέσει, μαζί με τις οθόνες, μαζί με τα διαστημόπλοια, μαζί με τα λουλούδια στα βάζα μου.

– για να γράψεις

|

Μου έλεγε ότι για να γράψεις ποιήματα
πρέπει να έχεις διαβάσει έναν τόνο ποιήματα,
κι ακόμη και τότε δε θα είσαι έτοιμος
να γράψεις τίποτα αξιολογο.
Αλλά να ‘μαι εδώ, γεμάτος εγωισμό και οργή
να μη μπορώ να συγκρατήσω τιποτα απο τα δυο.
Γιατί όσες φορές κατάπια την οργή μου καυτή,
πριν προλαβει να κρυώσει,
κατέληξα με μια τρύπα στο στομάχι
κι έναν κατεστραμμένο εισοφαγο.
Κι όσες φορές κλωτσησα τον εγωισμό μου στ’ αρχίδια,
κατέληξα με 2 μπάλες στο λαιμό
και 4 μάτια δακρυσμενα από την αδικία.
Έζησα 3 ζωές, προσπαθώντας να πνίξω τις παρορμήσεις μου
κι έφτανα πάντα να ψιθυρίζω ένα “άντε γαμήσου” στο κενό.
Σημερα ειπα ας γράψω μερικές λέξεις
μπας και πάρω καμιά ανάσα.
Και δεν πήρα, αλλά τουλάχιστον κοροιδεύω
αυτόν το μαλάκα που στέκεται πάνω από το κεφάλι μου.
Κι αν θες να με κρίνεις, μιλά πρώτα σ’ αυτόν
που μου έλεγε ότι για να γράψεις ποιήματα
πρέπει να έχεις διαβάσει έναν τόνο ποιήματα,
κι ακόμη και τότε δε θα είσαι έτοιμος
να γράψεις τίποτα αξιολογο.
Εγω την τελευταία φορά,
όπως κάθε -δική μου- τελευταία φορά,
τον έφτυσα στα μούτρα και δεν γύρισα πίσω ποτέ.
Θα γυρίσω κάποτε με μια βαλίτσα γραπτά,
σίγουρα δίχως μάτια.
Θα ελπίζω ως τότε να δουλεύουν τα χέρια μου,
κι αυτός να μην έχει πεθάνει.
Όπως και να χει δεν έγραψα ποτέ
για να ζήσω τις φαμφάρες μου
μέσα από το πληκτρολόγιο.
Μια ψυχή κοπανούσα μόνιμα στον τοιχο,
επειδή δεν ήξερα τι να την κάνω.

– ανταητλντ

|

Αναζητώ

Κάποιες φορές

Συνήθως αργά το βράδυ

Εκείνες τις

Πολύ

Πολύ

Πάρα πολύ

Φωτεινές λάμπες

Που ανάβαμε μαζί

Όταν έπεφτε βαθύ σκοτάδι

Αυτές που μετά από μερικές φωτεινές ώρες

Τις πιάναμε

Και με τα χέρια μας

Τις θρυμματίζαμε επιδεικτικά

Και τα αίματα έτρεχαν ως στους αγκώνες μας

Και αφού κοιταζόμασταν δήθεν λυπημένοι

Παίρναμε εκδικητικό βλέμμα

Και ακουμπούσαμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου

Και τα γυαλιά έσκιζαν τα μάγουλά μας

Και έχω ακόμα τις πληγές

Και δεν πονάνε πλέον

Καθόλου

Αλλά πονάει

Πολύ

Πολύ

Πάρα πολύ

Καμιά φορά όταν νυχτώνει

Γιατί θυμάμαι εκείνες τις λάμπες

Πόσο ωραία φώτιζαν τα πρόσωπά μας

Μέσα στη νύχτα

Θυμάμαι

Ξανά και ξανά

Ότι δεν υπάρχουν πια

Θυμάμαι

Ότι τις σπάσαμε όλες

– η ψευδαίσθηση της ύπαρξης μου τα καλοκαιρια

|

Η ψευδαίσθηση της ύπαρξης μου τα καλοκαιρια
κρύβεται ανάμεσα στον αμετάθετο,
χρόνια επαναλαμβανομενο,
εποχικό μου θάνατο,
και σε μια πολύ συγκεκριμένη πράξη:

Αναρριχώμαι πολύ συχνά
πάνω σε λόφους ακατεργαστων συναισθηματων,
τύψεων
και καταναγκαστικών αποφάσεων,
και κάθομαι πάνω τους προσπαθώντας για μια στιγμή να πάρω μερικές ανάσες.
Ύστερα από πολύ λίγο, κατεβαίνω,
τα σπρώχνω όλα σε μια γωνιά μαζί με τα ρούχα που φοράω,
βγάζω το σεντόνι από το κρεβάτι και τα σκεπάζω
ώστε να μη μπορεί κανείς να τα δει.

Έτσι, έχοντας πλέον κοροϊδέψει όσο ήλιο κατάφερε να τρυπώσει στο σπίτι,
γυμνός -όχι μόνο από ρούχα-
ανοίγω τη βρύση και περιμένω την πρώτη φάλαινα που θα έρθει κατά πάνω μου,
ανεβαίνω στη ράχη της και το σκάω.
Μετά από λίγο επιστρέφω,

και η διαδικασία επαναλαμβάνεται
και επαναλαμβάνεται
και επαναλαμβάνεται.

Ωστόσο, αν το καλοκαιρι περάσει και δεν έχω επιστρέψει,
να ξέρεις ότι λίγο πριν ξημερώσει,
αντί για μια θέση στη ραχη της φάλαινας
βρηκα μια άλλη, αναπαυτικότερη θέση
στο μεγάλο της στομα.

Και αυτή η διαδικασία (ενδεχομένως),
δε θα επαναληφθεί.

Αυγουστος, 2018

– είναι φορές που σε βγάζω

|

Είναι φορές που σε βγάζω από πάνω μου
και σε κρύβω,
πίσω από καναπέδες χαμογελαστούς
μάτια γιγαντια,
ηλίους αλλόφρονες,
και τρέχω μακριά.

Με την προσδοκία να σε χάσω,
και μεθοδικά να καταφέρω
να μη με ξαναβρεις,
-τουλάχιστον όχι μεχρι εκείνη τη στιγμή
λίγο πριν να πεθανω-
σε αποδομώ.

Και κάπου στα μισά της διαδρομής,
μετά από μεγάλες ανηφόρες,
ώρες αμέτρητων αναρριχήσεων,
μέρες πτώσεων, ιδρώτα, λάσπη,
σκατα·
κόσμο μαζεμένο, φίλους, γνωστούς, συγγενείς,
μετά από παρκα, βουνα, απέραντες εκτάσεις θάλασσας
και συντροφικότητας,
λαχανιασμενος
και ακουμπισμενος σε έναν κορμό
από τα χρόνια φαγωμενο,
με αραδιασμενη ψυχη, να τη ρουφας μέχρι να τελειώσει,
με βρίσκεις ξανα.
Πλησιάζεις αργα
και σκαρφαλώνεις νωχελικα,
σχεδόν σα να χορευεις,
στα πόδια μου, στη ράχη μου κι έπειτα στο σβέρκο μου,
χωνεσαι επιδεικτικά
στα αυτιά, στη μύτη, στο λαιμό

Και εγώ αγανακτισμενος,
πεσμένος στα γόνατα,
λουσμενος ματαιότητα
αλλά χωρίς ίχνος φοβου,
αναπόφευκτα συνειδητοποιώ
και συμφιλιωνομαι με την ιδέα
πως ποτέ δε θα καταφέρω να σε πετάξω οριστικά από πάνω μου.
Πως τίποτα δεν είναι ικανό
να σε αντικαταστήσει,
να σε διαβαλλει,
να σε σκορπισει μακριά,
γαμημένη,
υπερλαμπρη
για πάντα δική μου,
μοναξιά.

– αγιόκλημα

|

“Αγιόκλημα”,
ωραία λέξη
για ποιήματα.
Τη σημειώνω
κι ας μην έχω ιδέα
πως μυρίζει.
Κάπως έτσι νιώθω ότι δίνουν τις συμβουλές τους,
μου είπε.

 

– ειρωνία και ασέβεια

|

η προσπάθεια να αποφεύγω τον ήλιο με κάθε κόστος
αποτελεί μεγάλο μέρος της μέχρι τώρα ανώφελης ύπαρξής μου.
ωστόσο, με το πέρασμα των χρόνων
ανάμεσα στην καθημερινή σήψη μου
και τις τύψεις της επιτηδευμένης μου κανονικότητας,
στριμώχτηκε η φωτογραφία.

έκτοτε, το να ψάχνω για φως
σε βολικα σημεία που εγώ δεν υπάρχω,
(όπως μια χαραμαδα στο παράθυρο,
μια τρύπα στα σύννεφα
ή μια κρίση συναισθηματικής μετάπτωσης),
εξελίχθηκε σε μια πολύ περίεργη διαδικασία.

η αναζήτηση του ήλιου
σαν προσθήκη στην αοριστία της καθημερινότητάς μου
από εμένα που δεν τον αντέχω,
είναι κάτι σαν ειρωνια και ασέβεια μαζί.
είναι σαν να γράφει κάποιος
το όνομα του e.e. cummings
με κεφαλαία γράμματα.

– κάθε εαυτός σου και μια ιστορία

|

Μάθαμε να συγκρατούμε εικόνες.
Τις αγαπήσαμε περισσότερο
από την πραγματικότητά μας.
Κι αυτή για να μας τιμωρήσει
μας έμαθε την έννοια της απώλειας.
Εξιδανικεύσαμε τον ενθουσιασμό.
Τον μετατρέψαμε σε φράσεις κλειδιά
που μας θυμίζουν ανθρώπους.
Ξεχάσαμε τη σημασία
της συντροφικότητας.
Αναζητήσαμε την επιβεβαίωση
σε μάτια θολά
και δώσαμε τη δική μας
σε χέρια σφιχτά.
Υποταχθήκαμε
στη γοητεία του αβέβαιου.
Κι η στρουθοκάμηλος της αλήθειας
όταν αντίκρισε το φόβο του μέλλοντος
έχωσε το κεφάλι της βαθειά
στο έδαφος του εαυτού της.
Μα βάλε καλά στο μυαλό σου
όποιος κι αν είσαι,
δε μετανιώσαμε στιγμή.
Κι ας απογοητευτήκαμε,
θα επιστρέφουμε.
Κάθε φορά με διαφορετικά λάθη
αναγνωρίζοντας
πως χαραμίσαμε μερικούς εαυτούς
για να φτιάξουμε λίγες ιστορίες ακόμη.