Φτάνει η ώρα που θα πέσουμε

Ξαπλωμένους ανάσκελα
σε ένα κρεβάτι
μας βρήκε η άνοιξη.
Πια δε χορεύουμε,
αλλά ο χορός για την ωρα,
δε με νοιάζει.
Μου αρκεί ένα ποτήρι ηρεμιας αλκοόλ,
και οι Chameleons
που παίζουν στο βάθος.

Φτάνει η ώρα που θα πέσουμε 

Αντικατέστησα τον dj
με τις ασκήσεις αναπνοής,
τις ελπίδες του μπάρμαν
με τη Λίλια του Πολέντα,
και τον κόσμο των μπαρ
με την απόλυτη παραδοχή
της ματαιότητας.
Ευτυχώς,
υπάρχει πάντα αυτή η μοναδική χαραμάδα
στην απεραντοσύνη του ταβανιού,
για να τρυπώσεις μέσα και να δεις
από πού ξεκινάει ο κόσμος
και που τελειώνει.
Κι αν ποτέ δω τον εαυτό μου μέσα,
πλέον δεν τρομαζω·
οι εαυτοί μας
στην άλλη άκρη ενός δωματίου
ή στη μέση ενος δρόμου,
γεννούν τις σημαντικές ιστορίες.

Φτάνει η ώρα που θα πέσουμε. 

Σηκώθηκα να σε ξεπροβοδισω.
Θα τα πούμε το πρωί.
μη σφιγγεις πάλι, τόσο πολύ,
τα κλειδιά στο χέρι
και στείλε μου ένα μήνυμα
όταν φτάσεις σπίτι.
Ξέρω, εγινε επικίνδυνη αυτή η πόλη
από τους “προστάτες” της.

Ήξερα ότι δε θα καταλάβεις τι εννοούσα
αλλά το είπα δυνατά αυτή τη φορα:

Φτάνει η ώρα που θα πέσουμε

Αν κάπνιζα, θα άναβα ένα τσιγάρο,
με το οποίο -πιθανότατα-
θα είχα αντικαταστήσει
τη μυρωδιά των βραδινών λεωφορείων,
αλλά η μοναδική κακή συνήθεια,
που έχω πάντα εύκαιρη,
είναι η υπεραναλυση.
Είμαστε γενιές συμπιεσμένων,
εύφλεκτων υλικών,
σε κουτιά που μόνο στενεύουν.
Περιμένουμε καρτερικά
τα χρήσιμα σπίρτα τους.
Το έχουμε ξανακάνει.
Κάθε φορά που τα καταφεραμε,
δεν έμεινε κανείς.
Ανάψαμε φωτιές
και τους κάψαμε όλους.
Μπορεί να πέσαμε, είπαν κάποιοι,
αλλά πέσαμε στα κεφάλια τους.
Αυτά δεν πρόλαβα να στα πω απόψε.

Μα φτάνει η ώρα που θα πέσουμε.